Ο όρος πίστη χρησιμοποιείται για να περιγράψει:
το σύνολο των αληθειών που αντιλαμβάνεται και εναγκαλίζει μια θρησκεία
τις θεμέλιες παραδοχές μιας φιλοσοφίας
την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του εαυτού, άλλου προσώπου, ομάδας, κινήματος κλπ
την αναγνώριση της αξίας και της δυναμικής ενός σκοπού
τον ενστερνισμό ατομικών ή συλλογικών απόψεων ή ιδεών
την εμπιστοσύνη στην ηθική κάποιου προσώπου (ο όρος Καλή πίστη είναι μία από τις βασικές αρχές που διέπουν το σύστημα του Αστικού Δικαίου)
την εμπιστοσύνη της απόδοσης οικονομικών πόρων (βλ. Πίστη (οικονομία))
Στα πλαίσια της θρησκείας, η έννοια της πίστης ταυτίζεται με τη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Αν και η πίστη αυτή προέρχεται από τον χώρο του υπερφυσικού, διάφοροι φιλόσοφοι επιχείρησαν κατά καιρούς να αποδείξουν την ύπαρξη του υπέρτατου όντος.
Η απόδειξη αυτή για να θεωρηθεί γνωστικά έγκυρη θα πρέπει να προέρχεται είτε από τη λογική, είτε από την εμπειρία. Επειδή όμως η εμπειρία δεν μπορεί να εφοδιάσει τον φιλόσοφο με αποδεικτικά επιχειρήματα δεδομένου ότι κανείς ποτέ δεν συνάντησε τον Θεό στην καθημερινή ζωή, πολλοί ήταν οι φιλόσοφοι εκείνοι που προσπάθησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με λογικά επιχειρήματα.
Έτσι προέκυψε η διατύπωση της οντολογικής, της κοσμολογικής και της τελεολογικής απόδειξης, καθώς και της προκαθορισμένης αρμονίας του Γερμανού φιλόσοφου Λάιμπνιτς. Όμως όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Καντ (στο έργο του «Κριτική του καθαρού λόγου»), κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι άτρωτο στην κριτική. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε με την εμπειρία, ούτε με τη λογική, συνεπώς η θρησκεία θα πρέπει από αλλού να αντλήσει τη βεβαιότητα για την ύπαρξη του Θεού.