Convent - online παζλ
Ένα μοναστήρι ή μονή είναι ένα κτίριο ή σύμπλεγμα κτιρίων που αποτελείται από καταλύματα και χώρους εργασίας μοναχών, που ζούνε, είτε σε κοινόβια, είτε μόνοι (ερημίτες). Ένα μοναστήρι γενικά περιλαμβάνει ένα χώρο για προσευχή το οποίο μπορεί να είναι παρεκκλήσιο, εκκλησία ή ναός.
Τα μοναστήρια ποικίλουν στο μέγεθος, αποτελούμενα, είτε από μικρά καταλύματα που στεγάζουν έναν μόνο ερημίτη, ή σε περίπτωση κοινοβίου οτιδήποτε από ένα μόνο κτίριο που στεγάζει μόνο έναν ή δυο-τρεις μοναχούς ή μοναχές, μέχρι τεράστια κτηριακά συγκροτήματα που στεγάζουν δεκάδες ή εκατοντάδες μοναχούς ή μοναχές. Συνήθως αυτά περιλαμβάνουν ναό, χώρους όπου κοιμούνται οι μοναχοί, ηγουμενείο, τράπεζα, βιβλιοθήκη, εργαστήρια, μαγειρείο, νοσοκομείο κ.τ.λ.
Διαφορετικές γλώσσες και διαφορετικά δόγματα χρησιμοποιούν μια σειρά όρων για το «μοναστήρι».
Ετυμολογία
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό μοναστήριον, από το μονάζειν, το να ζει κάποιος μόνος του, από τη ρίζα (αρχικά οι Χριστιανοί μοναχοί ήταν ερημίτες) και –τήριον που σημαίνει μέρος που γίνεται κάτι. Η πρώτη εκτεταμένη χρήση του όρου μοναστήριον είναι από τον Εβραίο φιλόσοφο του 1ου αιώνα μετά Χριστόν Φίλων στο Περί βίου θεωρητικού ή ικέτων.
Στην Αγγλία η λέξη μοναστήρι επίσης χρησιμοποιούνταν για την κατοικία του επισκόπου και του καθεδρικού κλήρου που ζούσαν μακριά από την κοινότητα των λαϊκών.
Όροι
Στο μεγαλύτερο μέρος αυτού του λήμματος, ο όρος μοναστήρι χρησιμοποιείται γενικά για κάθε είδους θρησκευτικής κοινότητας. Στον Ρωμαιοκαθολικισμό και σε ένα βαθμό σε κάποιους κλάδους του Βουδισμού, υπάρχουν πιο εξειδικευμένοι ορισμοί του όρου και πολλοί παρόμοιοι όροι.