παύλοβα - online παζλ
Η Πάβλοβα είναι ένα επιδόρπιο με βάση τη μαρέγκα που πήρε το όνομά του από τη διάσημη Ρωσίδα μπαλαρίνα Άννα Πάβλοβα. Είναι ένα επιδόρπιο με τραγανό εξωτερικό και μαλακό, ελαφρύ εσωτερικό που συνήθως γαρνίρεται με φρούτα και κατά προτίμηση με σαντιγί. Το όνομα στα αγγλικά προφέρεται /pævˈloʊvə/, σε αντίθεση με το όνομα της χορεύτριας που προφέρεται /ˈpɑːvləvə/.
Το επιδόρπιο πιστεύεται ότι δημιουργήθηκε προς τιμήν της χορεύτριας, είτε κατά τη διάρκεια ή μετά, από μία από τις περιοδείες της στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία το 1920. Η εθνικότητα του δημιουργού του υπήρξε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ των δύο χωρών για πολλά χρόνια. Το 2008, η Χέλεν Λιτς δημοσίευσε το βιβλίο «Ιστορία της Πάβλοβα: Ένα κομμάτι γαστρονομικής ιστορίας της Νέας Ζηλανδίας», στο οποίο υποστήριξε ότι η παλαιότερη γνωστή συνταγή δημοσιεύθηκε στη Νέα Ζηλανδία. Έρευνα που έγινε αργότερα από τον Άντριου Γούντ και την Αναμπέλ Ουτρέχτ πρότεινε πως το επιδόρπιο προέρχεται από τις ΗΠΑ και βασίζεται σε προγενέστερο γερμανικό πιάτο.Το δημοφιλές επιδόρπιο είναι σημαντικό κομμάτι της εθνικής κουζίνας τόσο της Αυστραλίας, όσο και της Νέας Ζηλανδίας και συχνά σερβίρεται κατά τη διάρκεια των εορταστικών εορτών και στα γεύματα. Πρόκειται για ένα επιδόρπιο που ταυτίζεται με τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά τρώγεται όλο το χρόνο σε πολλά σπίτια της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας.
Προέλευση
Ο Κιθ Μόνεϊ, βιογράφος της Άννα Πάβλοβα, έγραψε πως ένας σεφ ξενοδοχείου στο Γουέλινγκτον, της Νέας Ζηλανδίας, δημιούργησε το γλυκό όταν η Πάβλοβα επισκέφθηκε το μέρος το 1926 κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας της.Η καθηγήτρια Έλεν Λιτς, γαστρονομική ανθρωπολόγος στο Πανεπιστήμιο του Otago στη Νέα Ζηλανδία, έχει φτιάξει μια βιβλιοθήκη από βιβλία μαγειρικής που περιέχουν 667 συνταγές για Πάβλοβα που προέρχονται από περισσότερες από 300 πηγές. Στο βιβλίο της, «Η ιστορία της Πάβλοβα: Ένα κομμάτι γαστρονομικής ιστορίας της Νέας Ζηλανδίας», αναφέρει ότι η πρώτη συνταγή Αυστραλιανής Πάβλοβα δημιουργήθηκε το 1935 ενώ μια παλαιότερη εκδοχή της γράφτηκε το 1929 σε ένα αγροτικό περιοδικό.