Μάρμαρο - online παζλ
Το μάρμαρο είναι πέτρωμα αποτελούμενο από ασβεστίτη (CaCO3) ή και από το συνδυασμό των ορυκτών ασβεστίτη (CaCO3) και δολομίτη ((Ca,Mg) (CO3)2) και έχει δημιουργηθεί από την μεταμόρφωση ασβεστόλιθων, δηλαδή ιζηματογενών ανθρακικών πετρωμάτων. Η λέξη ετυμολογείται από την αρχαιοελληνική μάρμαρος, δηλαδή «λαμπερός λίθος». Κατά την ομηρική εποχή την έννοια μεγάλου ογκόλιθου, ανεξαρτήτως σύστασης του πετρώματος, ενώ αργότερα με την εξέλιξη της πετρογραφικής και γεωλογικής έννοιας, χρησιμοποιούνταν για να καλύψει τις κατηγορίες εκείνες των πετρωμάτων που προέρχονται από τη μεταμόρφωση ασβεστολίθων ή δολομιτών.
Στην εμπορική γλώσσα, ως μάρμαρο θεωρείται κάθε κρυσταλλικό πέτρωμα, με ορυκτολογική σύσταση στην οποία επικρατούν κυρίως ορυκτά με σκληρότητα 3 ως 4 της σκληρομετρικής κλίμακας Mohs (ασβεστίτης,δολομίτης κλπ) και το οποίο επιπλέον επιδέχεται κοπή, λείανση και στίλβωση ώστε να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί ως διακοσμητικό ή δομικό υλικό. Στην κατηγορία των μαρμάρων ανήκουν διάφορα πετρώματα, ποικίλων χρωμάτων, εξορυσσόμενα σε όγκους, επιδεκτικά κοπής σε πλάκες, λειάνσεως και στιλβώσεως, καθώς και ο πωρόλιθος, το αλάβαστρο, ο όνυχας, οι δομικοί λίθοι λαξευτοί ή όχι, οι σχιστολιθικές και οι ασβεστολιθικές πλάκες και παρεμφερή πετρώματα χρησιμοποιούμενα για δομικούς και διακοσμητικούς σκοπούς.
Μαρμαροφόρο κοίτασμα, Μαρμαροφόρος περιοχή.
Ο όρος μαρμαροφόρο κοίτασμα υποδηλώνει ότι ο εξορυσσόμενος τύπος (ή τύποι μαρμάρου) είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμος, διαφορετικά γίνεται λόγος για μαρμαροφόρο εμφάνιση. Ο όρος μαρμαροφόρο κοίτασμα αντιστοιχεί στον όρο μεταλλοφόρο κοίτασμα, με την διαφορά ότι η % περιεκτικότητα του κοιτάσματος σε χρήσιμο μέταλλο, στην περίπτωση αυτή αντικαθίσταται με τον % συντελεστή αποληψιμότητας/εξορυξιμότητας αναφορικά με υγιή ογκομάρμαρα.
Οι μαρμαροφόρες περιοχές αποτελούν γεωγραφικές ενότητες, οι οποίες συγκροτούνται από ένα περισσότερα μαρμαροφόρα κοιτάσματα και οι οποίες εντάσσονται σε συγκεκριμένη μαρμαρογενετική επαρχία αναλόγως την γεωτεκτονική ζώνη στην οποία ανήκουν. πχ.