Λευκοπελαργός - online παζλ
Ο Λευκοπελαργός είναι πελαργόμορφο αποδημητικό πτηνό της οικογενείας των Πελαργιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ciconia ciconia και περιλαμβάνει 2 υποείδη.Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Ciconia ciconia ciconia (Linnaeus, 1758).
Ο λευκοπελαργός, από τις χαρακτηριστικότερες φιγούρες της ελληνικής ορνιθοπανίδας, έρχεται την άνοιξη για να φωλιάσει, κοσμώντας με την παρουσία του τα χωριά και τις αγροτικές περιοχές, με την φωλιά του κατασκευασμένη στα υψηλότερα διαθέσιμα σημεία (καμινάδες, καμπαναριά, κ.λ.π) των εδαφών αναπαραγωγής. Έχει συνδεθεί με πλήθος θρύλων και παραδόσεων και αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπητά πτηνά των ανθρώπων της υπαίθρου. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, η απώλεια και ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων του, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και η συνεχής οικοδόμηση κτηρίων με διαφορετικό «προφίλ» από εκείνο των θέσεων φωλιάσματος, έχουν οδηγήσει στην σταδιακή εκτόπισή του από τις κατοικημένες, στις πιο ανοικτές, απομακρυσμένες από τον οικιστικό ιστό περιοχές (βλ. Απειλές, Κατάσταση πληθυσμού). Είναι από τους πιο δεινούς ταξιδευτές μεγάλων αποστάσεων, εκμεταλλευόμενος τα θερμά ανοδικά ρεύματα για τις μεταναστεύσεις του.
Κύρια διαγνωστικά στοιχεία
Ασπρόμαυρο πτέρωμα με κόκκινο ράμφος και κόκκινους μακρείς ταρσούς
Τάση παγκόσμιου πληθυσμού
Ανοδική ↑
Ονοματολογία
Ο όρος ciconia στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι η ακριβής απόδοση της ελληνικής λέξης πελαργός που, ήδη, καταγράφεται στα συγγράμματα των ποιητών Ορατίου και Οβιδίου. Η λέξη παραπέμπει στο αρχαίο θρακικό φύλο των Κικόνων, οι οποίοι κατοικούσαν, μεταξύ άλλων, κατά μήκος της ακτής από τις εκβολές του ποταμού Έβρου, μέχρι την Βιστωνίδα, όπου υπήρχαν πολλοί πελαργοί και, οι κάτοικοι τούς αντιμετώπιζαν με πολύ σεβασμό.Η λατινική λέξη ciconia «πέρασε» και στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές ρομανικές γλώσσες: cigüeña (ισπ.), cigogne (γαλλ.), cicogna (ιταλ.), cegonha (πορτογ.), κ.ο.κ. Παράλληλα, στις ινδοευρωπαϊκές σαξονικές γλώσσες διαδόθηκε ο, αγγλικής προέλευσης, όρος stork < storc (αρχ.