Τα κνιδόζωα (λατ. Cnidaria, από το αρχαιοελληνικό κνίδη, που σημαίνει «τσουκνίδα», εξαιτίας της ικανότητάς τους να κεντρίζουν) είναι μία συνομοταξία που περιλαμβάνει άνω των 10.000 είδη ζώων που απαντώνται αποκλειστικά σε υδατικά και κυρίως θαλάσσια περιβάλλοντα. Το χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι τα κνιδοκύτταρα, εξειδικευμένα κύτταρα που που τα χρησιμοποιούν κυρίως για να ακινητοποιούν την λεία τους. Τα σώματά τους συνίστανται από μεσογλοία, μία νεκρή ζελατινώδη ουσία, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο στρώματα επιθηλίου που είναι ενός κυττάρου πάχους. Έχουν δύο βασικές μορφές: της ελύθερης μέδουσας και του εδραίου πολύποδα, που είναι αμφότερες ακτινοσυμμετρικές με στόματα περιβαλλόμενα από πλοκάμους που φέρουν κνιδοκύτταρα. Και οι δύο μορφές διαθέτουν άνοιγμα σωματική κοιλότητα που χρησιμοποιούνται για την πέψη και την αναπνοή. Πολλά είδη κνιδοζώων δημιουργούν αποικίες που είναι απλοί οργανισμοί αποτελούμενοι από μεδουσόμορφα ή πολυποδόμορφα ζωίδια ή και τα δύο. Οι δραστηριότητες των Κνιδοζώων συντονίζονται και οργανώνονται από ένα αποκεντρωμένο νευρικό πλέγμα και απλούς υποδοχείς. Αρκετά ελεύθερα Κυβόζωα και Σκυφόζωα διαθέτουν στατοκύστες ως αισθητήρια της ισορροπία και κάποια έχουν απλά μάτια. Δεν αναπαράγονται όλα τα κνιδόζωα εγγενώς.