Επίσκοπος - online παζλ
Επίσκοπος ονομάζεται ένα χειροτονημένο μέλος της χριστιανικής εκκλησίας το οποίο κατέχει θέση πνευματικής επίβλεψης των πιστών μιας εκκλησίας ή εκκλησιάσματος.
Εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, της Καθολικής Εκκλησίας, των Προχαλκηδόνιων Εκκλησιών, της Αγγλικανικής Κοινωνίας, των Παλαιών Καθολικών, των Ανεξάρτητων Καθολικών Εκκλησιών και της Ασσυριακής Εκκλησίας της Ανατολής, οι επίσκοποι διεκδικούν την αποστολική διαδοχή, μία άμεση ιστορική καταγωγή που χρονολογείται από τους αρχικούς 12 αποστόλους.
Ο όρος
Ο όρος "επίσκοπος" εμφανίζεται ήδη από τα έργα του Ομήρου και σημαίνει "επιβλέπων, φρουρός, επιθεωρητής", και με αυτές τις σημασίες χρησιμοποιείται σε διάφορα σημεία στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Ο αναληφθείς Ιησούς Χριστός αποκαλείται "επίσκοπος" της εκκλησίας καθώς αυτός στη συνείδηση των χριστιανών θεωρείται ως επιβλέπων, φρουρός και επιθεωρητής των μελών της εκκλησίας.
Ωστόσο ο όρος επίσκοπος είναι περισσότερο γνωστός ως αναφερόμενος στο αξίωμα που έχουν ορισμένα άτομα στη χριστιανική Εκκλησία.
Ως επισκοπεία ορίζεται
α) το αξίωμα του επισκόπου που υφίσταται στις χριστιανικές ομολογίες, καιβ) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας επίσκοπος ασκεί τα εκκλησιαστικά του καθήκοντά.Στην Ορθόδοξη Εκκλησία επίσκοπος είναι ο αιρετός κληρικός που φέρει τον τρίτο βαθμό της ιεροσύνης.
Στη χριστιανική εκκλησία
Στην πρωτοχριστιανική κοινότητα οι μαθητές και απόστολοι του Ιησού Χριστού έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των κατά τόπους εκκλησιών. Πέρα από την επεκτεινόμενη ευαγγελιστική τους δράση, η χειροτονία αντρών σε θέσεις επίβλεψης ήταν μια συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη καθώς ο αριθμός των εκκλησιών πολλαπλασιαζόταν. Οι σχετικοί όροι που χρησιμοποιούνται στην Καινή Διαθήκη για να περιγράψουν τα διορισμένα από το Άγιο Πνεύμα υπεύθυνα άτομα είναι «επίσκοπος», «πρεσβύτερος» και «διάκονος». Πέραν αυτών, υπήρχαν σε μορφή δωρεάς του αγίου Πνεύματος ειδικά χαρίσματα, όπως η γλωσσολαλιά, η προφητεία, οι θαυματουργικές θεραπείες, κλπ.