Διάκονος - online παζλ
Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε εκκλησιαστικό αξίωμα.
Στην Παλαιά Διαθήκη
Έχει κοσμική σημασία αναφερόμενο στον υπηρέτη του βασιλέως. Στο βιβλίο των Παροιμιών, δηλώνει τον υπηρέτη των σοφών.
Στον Ιώσηπο για πρώτη φορά υπάρχει η σύνδεση με το Θεό, του διακόνου.
Στην Καινή Διαθήκη
Στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται ο όρος με διάφορες έννοιες όπως, υπηρέτης, διάκονος του βασιλιά, διάκονος του Ευαγγελίου, διάκονος της Εκκλησίας, διάκονος της Καινής Διαθήκης, του Θεού, του Χριστού, της δικαιοσύνης, του σατανά, του Κυρίου.
Οι ασκούντες το ομώνυμο εκκλησιαστικό λειτούργημα είναι οι Επίσκοποι και οι Πρεσβύτεροι ως λειτουργοί της Εκκλησίας, κι έτσι, δηλαδή διάκονοι, προσφωνούνται από τον Παύλο και στις Αποστολικές Διαταγές.
Ως βαθμός ιεροσύνης αναφέρεται ο διάκονος στην Α' Επιστολή προς Τιμόθεο και στην Επιστολή προς Φιλιππησίους
Όσον αφορά τις Πράξεις των Αποστόλων η εκλογή των επτά διακόνων δεν δηλώνει τον ιερατικό βαθμό, αλλά την υπηρεσία προς τους πτωχούς, αξίωμα εκκλησιαστικό. Παράλληλα κήρυτταν το Ευαγγέλιο, όπως βλέπουμε με τους Στέφανο και Φίλιππο.
Στις ευχές της χειροτονίας του διακόνου από τις Αποστολικές Διαταγές μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους γίνεται αυτή η συσχέτιση με τους επτά διακόνους ή τον Στέφανο, όμως πιο πολύ για να τονισθεί η διακονία και το έργο της διακονίας παρά ο ιερατικός βαθμός.