Γκρίζος λύκος - online παζλ
Ο Γκρίζος λύκος (κοινά αναφερόμενος ως λύκος) είναι σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογενείας των Κυνιδών, της οποίας αποτελεί το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέλος. Απαντά σε εκτεταμένες περιοχές του Βορείου ημισφαιρίου, κυρίως όμως στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη του (εξαιρούνται τα διακριτά υποείδη σκύλος και ντίνγκο). Η επιστημονική ονομασία του είδους (sensu lato) είναι Canis lupus και περιλαμβάνει 36-40 υποείδη, αναλόγως του ταξινομικού φορέα.
Διευκρίνηση ορολογίας
Επειδή επικρατεί μεγάλη σύγχυση γύρω από την ονομασία «λύκος» -όπως αυτή χρησιμοποιείται υπό την κοινή/λαϊκή της έννοια- το παρόν λήμμα αναφέρεται μόνον στις ταξινομικές μονάδες (taxa) του Βορείου ημισφαιρίου (ευρασιατικοί και αμερικανικοί λύκοι) που αποκαλούνται με την γενικότερη ονομασία «γκρίζοι λύκοι» και αποτελούν την πλειονότητα του είδους. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται εκείνα τα είδη που θεωρούνται διακριτά από τους γκρίζους λύκους ή εκείνα τα υποείδη που, ενώ ανήκουν στο ίδιο είδος (Canis lupus), εξετάζονται ξεχωριστά, επειδή αποτελούν ταξινομικές μονάδες με ιδιαίτερα μορφολογικά ή ηθολογικά χαρακτηριστικά, κυρίως όμως λόγω του ότι διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο λόγω γεωγραφικής απομόνωσης, ή λόγω της ιδιαίτερης σχέσης τους με τον άνθρωπο, όπως ο κόκκινος λύκος, ο σκύλος και το ντίνγκο. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται κάποια κυνόμορφα θηλαστικά που, και αυτά αποκαλούνται «λύκοι», αλλά για προφανείς λόγους δεν μπορούν να περιληφθούν στους «γνήσιους» λύκους, όπως o αφρικανικός λύκος (C. lupus lupaster) ή ο εξαφανισμένος λύκος της Τασμανίας (βλ. Πίνακα υποειδών).
Ωστόσο, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ακόμη και ανάμεσα στους επιστήμονες που διερευνούν την ηθολογία του θηλαστικού, η γενικότερη ονομασία «λύκος» συμπίπτει με εκείνην του γκρίζου λύκου (Canis lupus) και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται, ακόμη και αν γίνεται για λόγους ευκολίας. Εάν υπάρχει αναφορά σε άλλο taxon, τότε τονίζεται ότι πρόκειται για είδος διαφορετικό του Canis lupus, λ.χ. ο κόκκινος λύκος (Canis rufus) ή για διαφορετικό υποείδος, όπως το ντίνγκο.