Γκέι - online παζλ
Γκέι
Ο όρος γκέι χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο που έλκεται ερωτικά ή σεξουαλικά από το ίδιο φύλο ή που έχει σχέσεις με άτομα του ίδιου φύλου.
Η χρήση του όρου γκέι όσον αφορά την ομοφυλοφιλία χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα, αλλά η χρήση του αυξήθηκε σταδιακά τον 20ό αιώνα. Στα νεότερα αγγλικά, ο όρος γκέι έχει καταλήξει να χρησιμοποιείται ως επίθετο και σαν ουσιαστικό όταν αναφερόμαστε σε ανθρώπους, συνήθειες και κουλτούρες συνδεδεμένες με την ομοφυλοφιλία. Στα τέλη του 20ού αιώνα, η λέξη γκέι είχε προταθεί από μεγάλες ΛΟΑΤ οργανώσεις και οδηγούς στυλ για να περιγράψουν τα άτομα που έλκονται από άτομα του ίδιου φύλου. Περίπου την ίδια εποχή επικράτησε μία νέα υποτιμητική χρήση σε κάποια μέρη του κόσμου. Στην Αγγλόσφαιρα, η έννοια αυτής της ορολογία μεταξύ νέων συνομιλητών κυμαίνονταν σε ένα εύρος από χλευαστική έννοια (π.χ. ισοδύναμο με σκουπίδι ή χαζός) έως εύθυμος εμπαιγμός ή κοροϊδία (π.χ. ισοδύναμο με αδύναμος, άνανδρος ή με κουσούρι). Σε αυτή τη χρήση, η λέξη σπάνια έχει να κάνει με την ομοφυλοφιλία, εφόσον χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε κάποιο άψυχο αντικείμενο ή μια αφηρημένη έννοια που αποδοκιμάζει κάποιος. Η έκταση που αυτή η χρήση εμπεριέχει έννοιες σχετικές με την ομοφυλοφιλία έχει συζητηθεί δημόσια και έχει δεχθεί δριμεία κριτική.