Η σύνθετη λέξη υδρατμός (= ύδωρ+ατμός) αποτελεί στη φυσική και στη χημεία τον όρο με τον οποίο προσδιορίζεται η αέρια κατάσταση του νερού, γνωστή κυρίως από την παρουσία της στον ατμοσφαιρικό αέρα.
Το νερό εκτιθέμενο στον αέρα εξατμίζεται. Αυτό σημαίνει πως ένα ποσοστό μορίων του νερού από την επιφάνειά του διαφεύγει στον αέρα υπό μορφή υδρατμού. Η πίεση που ασκείται από αυτά τα μόρια που «δραπέτευσαν» ονομάζεται τάση των υδρατμών. Όταν αυτή η πίεση εξισώνεται με την ατμοσφαιρική το νερό αρχίζει να βράζει.
Oι υδρατμοί συμπυκνώνονται σε σταγονίδια νερού προκαλώντας βροχή και ομίχλη.
Ο ατμοσφαιρικός αέρας ενδέχεται ακόμη να μη περιέχει υδρατμούς όταν είναι πολύ ψυχρός. Το ίδιο συμβαίνει και στις πολύ ξηρές περιοχές. Αλλά και το νερό σε αέρια κατάσταση που προκύπτει από παροχή θερμότητας και βρασμό που χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανική χρήση ονομάζεται γενικά ατμός.
Όταν αυξάνει η πίεση ή το νερό περιέχει διαλυμένες προσμίξεις, το σημείο βρασμού του ανεβαίνει.