Το όνομα «Βίβλος» ως δήλωση της Αγίας Γραφής οφείλεται περισσότερο στην επίδραση των αντίστοιχων λέξεων των νεότερων ευρωπαϊκών γλωσσών Bible, Bibel κ.λπ. Αυτές δε προήλθαν εκ του biblia -orum και ειδικότερα από το μεσαιωνικό Biblia -ae που και αυτά έχουν προέλευση στην Παλαιά Διαθήκη όπου αναφέρονται "οι βίβλοι" (Δανιήλ θ:2), "τα βιβλία τα άγια" (Α΄ Μακκαβαίων ιβ΄:9), "η ιερά βίβλος" (Β΄ Μακκαβαίων η΄:23).
Το σύνολο των βιβλίων που συγκροτεί τον "χριστιανικό κανόνα" της Παλαιάς Διαθήκης (1ο μέρος της Αγίας Γραφής) και Καινής Διαθήκης (2ο μέρος της Αγίας Γραφής), προέκυψε από την ανάγκη να καθοριστούν τα βιβλία εκείνα που εκφράζουν αυθεντικά την πίστη της Εκκλησίας, ώστε να αποκλειστούν μεταγενέστερα ψευδεπίγραφα έργα, που περιείχαν μη αποδεκτές ή και αιρετικές διδασκαλίες.
Παρ' όλα αυτά όμως, οι διάφορες τοπικές Εκκλησίες, ενώ δέχθηκαν όλες την Καινή Διαθήκη, περίπου στο σύνολό της, ακολούθησαν διαφορετικές πρακτικές στην αναγνώριση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ένας ενιαίος κανόνας ολόκληρης της χριστιανικής Εκκλησίας.
Η λέξη «Βίβλος» είναι αρχαία και σήμαινε το φυτό του παπύρου, επίσης τον φλοιό του ίδιου φυτού, εκ του οποίου παραγόταν η ομώνυμη γραφική ύλη, και συνεκδοχικά τον ίδιο τον περιτυλιγμένο με επεξεργασμένα φύλλα παπύρου ρόλο. Αρχικά η λέξη γραφόταν με -υ- και θεωρείται ότι προέρχεται από την πόλη Βύβλο της Φοινίκης, η οποία ήταν φημισμένη για τις εξαγωγές παπύρου. Το ότι ταυτίστηκε η βασική λέξη της τότε αναγνωστικής και γραφικής ύλης με την Αγία Γραφή υπογραμμίζει ότι η τελευταία είναι «Το Βιβλίο των βιβλίων». Από την άλλη μεριά, η αγγλική λέξη «Bible» προέρχεται από τη λατινική «biblia», απόδοση της λέξης «βιβλία» ή, προγενέστερα, «βυβλία», η οποία είναι υποκοριστικό της «βίβλου» ή «βύβλου».—Για περισσότερες ετυμολογικές πληροφορίες βλέπε το λεξικό της Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα.